μπουμπουνοκέφαλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μπουμπουνοκέφαλος < μπουμπούνας + -ο- + κεφάλι + -ος
Επίθετο
επεξεργασίαμπουμπουνοκέφαλος, -η, -ο
- (οικείο) επιτατικό του μπουμπούνας
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις μπουμπουνίζω και κεφάλι