μπουμπουνίζει
Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ρηματικός τύπος Επεξεργασία
μπουμπουνίζει
- (προσωπικό) γ΄ ενικό πρόσωπο του ρήματος μπουμπουνίζω
Ρήμα Επεξεργασία
μπουμπουνίζει (ως απρόσωπο ρήμα)
- ακούγονται μπουμπουνητά, βροντές
μπουμπουνίζει
μπουμπουνίζει (ως απρόσωπο ρήμα)