Ετυμολογία

επεξεργασία
καταπλήττω < αρχαία ελληνική καταπλήττω < κατά + πλήσσω / πλήττω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pleh₂k- (πλήττω, χτυπώ)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ka.taˈpli.to/

καταπλήττω (παθητική φωνή: καταπλήττομαι)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία