Ετυμολογία

επεξεργασία
stupéfiant < stupéfier

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sty.pe.fjɑ̃/
 

  Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό stupéfiant stupéfiants
θηλυκό stupéfiante stupéfiantes

stupéfiant (fr)

  1. ναρκωτικός
  2. καταπληκτικός, που αφήνει εμβρόντητο
     συνώνυμα: ahurissant, confondant, effarant, étonnant, extraordinaire, incroyable, prodigieux, renversant, sidérant, suffocant

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
stupéfiant stupéfiants

stupéfiant (fr)

 συνώνυμα: drogue

Συγγενικά

επεξεργασία