stupéfiant
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- stupéfiant < stupéfier
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /sty.pe.fjɑ̃/
- ⓘ
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | stupéfiant | stupéfiants |
θηλυκό | stupéfiante | stupéfiantes |
stupéfiant (fr)
- ναρκωτικός
- καταπληκτικός, που αφήνει εμβρόντητο
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
stupéfiant | stupéfiants |
stupéfiant (fr)
- το ναρκωτικό