sidérant
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | sidérant | sidérants |
θηλυκό | sidérante | sidérantes |
Επίθετο επεξεργασία
sidérant (fr)
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη sidérer
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | sidérant | sidérants |
θηλυκό | sidérante | sidérantes |
sidérant (fr)