ahurissant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | ahurissant | ahurissants |
θηλυκό | ahurissante | ahurissantes |
Επίθετο
επεξεργασίαahurissant (fr)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ahurir
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | ahurissant | ahurissants |
θηλυκό | ahurissante | ahurissantes |
ahurissant (fr)