Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποσβολώνω < (ελληνιστική κοινήἀπασβολοῦμαι

  Ρήμα επεξεργασία

αποσβολώνω (παθητική φωνή: αποσβολώνομαι)

  • κάνω κάποιον να μείνει έκπληκτος λέγοντάς του κάτι το οποίο δεν περίμενε ν' ακούσει.
    Προχθές ο Βασίλης είπε στον Κώστα πως σε μερικά χρόνια το κλίμα θ' αλλάξει και τον αποσβόλωσε.

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία