αποσβολώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποσβολώνω < (ελληνιστική κοινή) ἀπασβολοῦμαι
Ρήμα
επεξεργασίααποσβολώνω (παθητική φωνή: αποσβολώνομαι)
- κάνω κάποιον να μείνει έκπληκτος λέγοντάς του κάτι το οποίο δεν περίμενε ν' ακούσει.
- Προχθές ο Βασίλης είπε στον Κώστα πως σε μερικά χρόνια το κλίμα θ' αλλάξει και τον αποσβόλωσε.
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποσβολώνω | αποσβόλωνα | θα αποσβολώνω | να αποσβολώνω | αποσβολώνοντας | |
β' ενικ. | αποσβολώνεις | αποσβόλωνες | θα αποσβολώνεις | να αποσβολώνεις | αποσβόλωνε | |
γ' ενικ. | αποσβολώνει | αποσβόλωνε | θα αποσβολώνει | να αποσβολώνει | ||
α' πληθ. | αποσβολώνουμε | αποσβολώναμε | θα αποσβολώνουμε | να αποσβολώνουμε | ||
β' πληθ. | αποσβολώνετε | αποσβολώνατε | θα αποσβολώνετε | να αποσβολώνετε | αποσβολώνετε | |
γ' πληθ. | αποσβολώνουν(ε) | αποσβόλωναν αποσβολώναν(ε) |
θα αποσβολώνουν(ε) | να αποσβολώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποσβόλωσα | θα αποσβολώσω | να αποσβολώσω | αποσβολώσει | ||
β' ενικ. | αποσβόλωσες | θα αποσβολώσεις | να αποσβολώσεις | αποσβόλωσε | ||
γ' ενικ. | αποσβόλωσε | θα αποσβολώσει | να αποσβολώσει | |||
α' πληθ. | αποσβολώσαμε | θα αποσβολώσουμε | να αποσβολώσουμε | |||
β' πληθ. | αποσβολώσατε | θα αποσβολώσετε | να αποσβολώσετε | αποσβολώστε | ||
γ' πληθ. | αποσβόλωσαν αποσβολώσαν(ε) |
θα αποσβολώσουν(ε) | να αποσβολώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αποσβολώσει | είχα αποσβολώσει | θα έχω αποσβολώσει | να έχω αποσβολώσει | ||
β' ενικ. | έχεις αποσβολώσει | είχες αποσβολώσει | θα έχεις αποσβολώσει | να έχεις αποσβολώσει | ||
γ' ενικ. | έχει αποσβολώσει | είχε αποσβολώσει | θα έχει αποσβολώσει | να έχει αποσβολώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αποσβολώσει | είχαμε αποσβολώσει | θα έχουμε αποσβολώσει | να έχουμε αποσβολώσει | ||
β' πληθ. | έχετε αποσβολώσει | είχατε αποσβολώσει | θα έχετε αποσβολώσει | να έχετε αποσβολώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αποσβολώσει | είχαν αποσβολώσει | θα έχουν αποσβολώσει | να έχουν αποσβολώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία αποσβολώνω