Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας take aback
γ΄ ενικό ενεστώτα takes aback
αόριστος took aback
παθητική μετοχή taken aback
ενεργητική μετοχή taking aback

  Ετυμολογία επεξεργασία

take aback < → δείτε τις λέξεις take και aback

  Ρήμα επεξεργασία

take aback (en)

  Πηγές επεξεργασία