take aback
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | take aback |
γ΄ ενικό ενεστώτα | takes aback |
αόριστος | took aback |
παθητική μετοχή | taken aback |
ενεργητική μετοχή | taking aback |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαtake aback (en)
- (ιδιωματισμός) αποσβολώνω, πέφτω από τα σύννεφα, εκπλήσσω
- ⮡ I was taken aback when I saw him there.
- Έπεσα από τα σύννεφα όταν τον είδα εκεί.
- ⮡ I was taken aback when I saw him there.
Πηγές
επεξεργασία- take aback - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 697-699. ISBN 9780194325684., λήμμα: πέφτω