effarant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | effarant | effarants |
θηλυκό | effarante | effarantes |
Επίθετο
επεξεργασίαeffarant (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | effarant | effarants |
θηλυκό | effarante | effarantes |
effarant (fr)