εκτυφλωτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εκτυφλωτικός < αρχαία ελληνική ἐκτυφλω- (ρήμα ἐκτυφλόω, ἐκτυφλῶ + -τικός[1]. Ή από ρήμα εκτυφλώνω + -τικός[2]
Επίθετο επεξεργασία
εκτυφλωτικός
- που τυφλώνει, συνήθως από το πολύ φως, από την υπερβολική λάμψη
- Ένας χειμωνιάτικος εκτυφλωτικός ήλιος είχε σταθεί στο ...
- Πάνω άπό τό ευρύχωρο πλατύσκαλο άναβε ακόμη ένας εκτυφλωτικός πολυέλαιος
- Ό καπνός τών ξύλων άπέπνιγεν όλο τό διαμέρισμα, πυκνός, εκτυφλωτικός
- Η Κόλινς χτύπησε τον Ντάνι στο πίσω μέρος του κεφαλιού με το γκλοκ. Ένας εκτυφλωτικός πόνος, μια λάμψη στα μάτια του
- (μεταφορικά) εκπληκτικός
- Η σύζυγος του τον υποδέχτηκε με την πιο εκτυφλωτική της ζωντάνια
- εκτυφλωτική ομορφιά
Συνώνυμα επεξεργασία
Παράγωγα επεξεργασία
- εκτυφλωτικά (επίρρημα)
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ εκτυφλωτικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)