Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκτυφλώνω < αρχαία ελληνική ἐκτυφλόω / ἐκτυφλῶ + -ώνω < ἐκ + τυφλόω / τυφλῶ < τυφλός

  Ρήμα επεξεργασία

εκτυφλώνω (παθητική φωνή: εκτυφλώνομαι)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία