Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

blurring < to blur

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
blurring blurrings

blurring (en)

Συγγενικά επεξεργασία