Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
blurred
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά (en)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
blurred
<
to blur
Επίθετο
επεξεργασία
blurred
(en)
θολός
,
θολωμένος
blurred
effect -
θολό
εφέ
to have
blurred
vision - βλέπω
θολά
Συγγενικά
επεξεργασία
blur
blurring