Ετυμολογία

επεξεργασία
blurred < to blur

  Επίθετο

επεξεργασία

blurred (en)

  1. θολός, θολωμένος
    blurred effect - θολό εφέ
    to have blurred vision - βλέπω θολά

Συγγενικά

επεξεργασία