Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φλου < γαλλικό flou

  Επίθετο επεξεργασία

φλου άκλιτο

  1. ασαφής, απροσδιόριστος, αβέβαιος, θολός
    φλου φωτογραφία, συμπεριφορά, απάντηση κ.λπ.
  2. τρόπος χτενίσματος, κόμμωσης

  Μεταφράσεις επεξεργασία