vague (en)

  1. αόριστος, ασαφής
  2. αμυδρός
  3. θολός, χωρίς σαφή περιγράμματα

Συγγενικά

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

vague (fr)

vague (fr)

Ce que tu dis est très vague : αυτό που λες είναι πολύ αόριστο.

Συγγενικά

επεξεργασία