θόλωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | θόλωση | οι | θολώσεις |
γενική | της | θόλωσης* | των | θολώσεων |
αιτιατική | τη | θόλωση | τις | θολώσεις |
κλητική | θόλωση | θολώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, θολώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- θόλωση < αρχαία ελληνική θόλωσις < θολόω / θολῶ < θολός
Ουσιαστικό επεξεργασία
θόλωση θηλυκό
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού θολώνω
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη θολός
Μεταφράσεις επεξεργασία
θόλωση
|