blend
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
blend | blends |
blend (en)
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | blend |
γ΄ ενικό ενεστώτα | blends |
αόριστος | blended |
παθητική μετοχή | blended |
ενεργητική μετοχή | blending |
blend (en)
ενικός | πληθυντικός |
blend | blends |
blend (en)
ενεστώτας | blend |
γ΄ ενικό ενεστώτα | blends |
αόριστος | blended |
παθητική μετοχή | blended |
ενεργητική μετοχή | blending |
blend (en)