Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
débiter
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Γαλλικά (fr)
1.1
Προφορά
1.2
Ρήμα
1.2.1
Συγγενικά
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
ⓘ
(
βοήθεια
·
αρχείο
)
Ρήμα
επεξεργασία
débiter
(fr)
χρεώνω
la banque a déjà
débité
l'achat de la voiture - η τράπεζα
χρέωσε
κιόλας την αγορά του αυτοκινήτου
≠
αντώνυμα
:
créditer
τεμαχίζω
débiter
la viande -
τεμαχίζω
το κρέας
Συγγενικά
επεξεργασία
débit
débiteur
-
débitrice