Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

débit (fr)

  1. η χρέωση
    il a porté l'achat au débit de mon compte - χρέωσε την αγορά στο λογαριασμό μου
     αντώνυμα: crédit
  2. η ροή
    ce fleuve a un grand débit - αυτός ο ποταμός έχει μεγάλη ροή

Συγγενικά

επεξεργασία