καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική συνθέτις αἱ συνθέτιδες
      γενική τῆς συνθέτιδος τῶν συνθετίδων
      δοτική τῇ συνθέτιδι ταῖς συνθέτισι(ν)
    αιτιατική τὴν συνθέτιν τὰς συνθέτιδας
     κλητική ! συνθέτι συνθέτιδες
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

συνθέτις, -ιδος θηλυκό