Δείτε επίσης: επωδός

Ετυμολογία

επεξεργασία
 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἐπῳδός τὸ ἐπῳδόν
      γενική τοῦ/τῆς ἐπῳδοῦ τοῦ ἐπῳδοῦ
      δοτική τῷ/τῇ ἐπῳδ τῷ ἐπῳδ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἐπῳδόν τὸ ἐπῳδόν
     κλητική ! ἐπῳδέ ἐπῳδόν
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἐπῳδοί τὰ ἐπῳδᾰ́
      γενική τῶν ἐπῳδῶν τῶν ἐπῳδῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς ἐπῳδοῖς τοῖς ἐπῳδοῖς
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἐπῳδούς τὰ ἐπῳδᾰ́
     κλητική ! ἐπῳδοί ἐπῳδᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἐπῳδώ τὼ ἐπῳδώ
      γεν-δοτ τοῖν ἐπῳδοῖν τοῖν ἐπῳδοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'βοηθός' όπως «βοηθός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

ἐπῳδός, -ός, -όν

  1. που άδει μαγικά τραγούδια ή γητειές, προκειμένου να θεραπεύσει
  2. (+ δοτική) ωφέλιμος, συντελεστικός
  3. που τραγουδιέται (μετά από κάτι άλλο)
  4. κατάλληλος για τραγούδι

Εκφράσεις

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. επωδός - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.