ἐπῳδός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἐπῳδός < ἐπᾴδω με μεταπτωτική βαθμίδα + -ός[1]
Επίθετο
επεξεργασία→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | ἐπῳδός | τὸ | ἐπῳδόν | ||
γενική | τοῦ/τῆς | ἐπῳδοῦ | τοῦ | ἐπῳδοῦ | ||
δοτική | τῷ/τῇ | ἐπῳδῷ | τῷ | ἐπῳδῷ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | ἐπῳδόν | τὸ | ἐπῳδόν | ||
κλητική ὦ! | ἐπῳδέ | ἐπῳδόν | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | ἐπῳδοί | τὰ | ἐπῳδᾰ́ | ||
γενική | τῶν | ἐπῳδῶν | τῶν | ἐπῳδῶν | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | ἐπῳδοῖς | τοῖς | ἐπῳδοῖς | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἐπῳδούς | τὰ | ἐπῳδᾰ́ | ||
κλητική ὦ! | ἐπῳδοί | ἐπῳδᾰ́ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐπῳδώ | τὼ | ἐπῳδώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἐπῳδοῖν | τοῖν | ἐπῳδοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'βοηθός' όπως «βοηθός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
ἐπῳδός, -ός, -όν
- που άδει μαγικά τραγούδια ή γητειές, προκειμένου να θεραπεύσει
- (+ δοτική) ωφέλιμος, συντελεστικός
- που τραγουδιέται (μετά από κάτι άλλο)
- κατάλληλος για τραγούδι
Εκφράσεις
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ἐπῳδός | οἱ | ἐπῳδοί |
γενική | τοῦ | ἐπῳδοῦ | τῶν | ἐπῳδῶν |
δοτική | τῷ | ἐπῳδῷ | τοῖς | ἐπῳδοῖς |
αιτιατική | τὸν | ἐπῳδόν | τοὺς | ἐπῳδούς |
κλητική ὦ! | ἐπῳδέ | ἐπῳδοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐπῳδώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἐπῳδοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
ἐπῳδός αρσενικό
- μάγος, γόης
- ο στίχος ποιήματος που επαναλαμβάνεται συχνά
- (μετρική) ο συντομότερος στίχος του ιαμβικού δίμετρου καθώς και ποίημα γραμμένο σε τέτοιο μέτρο
Ουσιαστικό
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἐπῳδός | αἱ | ἐπῳδοί |
γενική | τῆς | ἐπῳδοῦ | τῶν | ἐπῳδῶν |
δοτική | τῇ | ἐπῳδῷ | ταῖς | ἐπῳδοῖς |
αιτιατική | τὴν | ἐπῳδόν | τὰς | ἐπῳδούς |
κλητική ὦ! | ἐπῳδέ | ἐπῳδοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐπῳδώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἐπῳδοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ὁδός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
ἐπῳδός θηλυκό (σπάνια αρσενικό)
- (λογοτεχνία) τμήμα μιας λυρικής ωδής που άδεται μετά από την στροφή και την αντιστροφή
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ επωδός - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- ἐπῳδός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐπῳδός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.