γητειά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γητειά | οι | γητειές |
γενική | της | γητειάς | των | γητειών |
αιτιατική | τη | γητειά | τις | γητειές |
κλητική | γητειά | γητειές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γητειά < γητεύω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγητειά θηλυκό