Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γητεύω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

γητεύω

  1. μαγεύω, κάνω μάγια, κάνω γητειές
  2. (μεταφορικά) μαγεύω, γοητεύω

  Μεταφράσεις επεξεργασία