Δείτε επίσης: ἐπῳδός, επωδή, ἐπῳδή
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επωδός οι επωδοί
      γενική της επωδού των επωδών
    αιτιατική την επωδό τις επωδούς
     κλητική επωδέ επωδοί
Κατηγορία όπως «οδός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
επωδός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπῳδός (που ψέλνει ωδές) στην ελληνιστική κοινή σημασία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.poˈðos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐πω‐δός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

επωδός θηλυκό

  1. (φιλολογία) το τμήμα του ποιήματος που ακολουθεί τη στροφή και την αντιστροφή (στην αρχαία ποίηση)
  2. (μουσική) το μέρος ποιήματος ή τραγουδιού που επαναλαμβάνεται μετά από μία ή περισσότερες στροφές
     συνώνυμα: γύρισμα, ρεφρέν
  3. (μεταφορικά) αυτό που λέγεται πολλές φορές

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία