συντομότερος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συντομότερος < συντομ-ότερος, συγκριτικός βαθμός του σύντομος. Δείτε και το αρχαίο συντομώτερος
Επίθετο
επεξεργασίασυντομότερος, -η, -ο
- που είναι πιο κοντινός, πιο σύντομος, που κρατάει λιγότερο χρόνο ή καλύπτει μικρότερη απόσταση ή και τα δύο
- Θα ήθελα να είναι λίγο συντομότερη η ομιλία σας, γιατί έχετε να πείτε εξαιρετικά ενδιαφέροντα πράγματα, όμως 3 ώρες θα φανούν πολλές
- Ακολουθήσαμε συντομότερη διαδρομή τελικά, γιατί παρότι χιλιομετρικά ήταν λίγο μεγαλύτερη, στον άλλο δρόμο που μας είπες να πάρουμε θα βρίσκαμε τόση κίνηση που θα χάναμε περισσότερο χρόνο
- Βρες μου μια συντομότερη διαδρομή από εδώ ως το νοσοκομείο. Είναι επείγον.
Παράγωγα
επεξεργασία- συντομότερα (επίρρημα)