Δείτε επίσης: μελῳδός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μελωδός οι μελωδοί
      γενική του μελωδού των μελωδών
    αιτιατική τον μελωδό τους μελωδούς
     κλητική μελωδέ μελωδοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μελωδός < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική μελῳδός < αρχαία ελληνική μελῳδός (συνθέτης ασμάτων) [1] < μέλος + ᾠδή < ᾄδω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /me.loˈðos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐λω‐δός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μελωδός αρσενικό ή θηλυκό

  1. (μουσική) ο συνθέτης του μέλους / της μουσικής εκκλησιαστικών ύμνων ή / και ποιητής τους
  2. (αρχαιοπρεπές) [2]
    1. μουσικοσυνθέτης
    2. τραγουδιστής

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. μελωδός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)