ωδικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ωδικός | η | ωδική | το | ωδικό |
γενική | του | ωδικού | της | ωδικής | του | ωδικού |
αιτιατική | τον | ωδικό | την | ωδική | το | ωδικό |
κλητική | ωδικέ | ωδική | ωδικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ωδικοί | οι | ωδικές | τα | ωδικά |
γενική | των | ωδικών | των | ωδικών | των | ωδικών |
αιτιατική | τους | ωδικούς | τις | ωδικές | τα | ωδικά |
κλητική | ωδικοί | ωδικές | ωδικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ωδικός < αρχαία ελληνική ᾠδικός
Επίθετο
επεξεργασίαωδικός
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ωδικός
|