Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η ωδική
      γενική της ωδικής
    αιτιατική την ωδική
     κλητική ωδική
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ωδική < καθαρεύουσα ὠδική, ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου ᾠδικός (αρχαία ελληνική)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /o.ðiˈci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ω‐δι‐κή
ομόηχα: ωδικοί, οδική, οδικοί

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ωδική θηλυκό (μουσική)

  1. η τέχνη του τραγουδιού
  2. (γενικότερα) το μάθημα μουσικής
    ο καθηγητής της ωδικής

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη ωδή

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

ωδική