αὐδή
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | αὐδή | αἱ | αὐδαί |
γενική | τῆς | αὐδῆς | τῶν | αὐδῶν |
δοτική | τῇ | αὐδῇ | ταῖς | αὐδαῖς |
αιτιατική | τὴν | αὐδήν | τὰς | αὐδᾱ́ς |
κλητική ὦ! | αὐδή | αὐδαί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | αὐδᾱ́ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | αὐδαῖν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αὐδή < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂weyd-
Ουσιαστικό
επεξεργασίααὐδή θηλυκό
Παράγωγα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίανέα ελληνικά:
- Αυδή (γυναικείο επώνυμο)
Πηγές
επεξεργασία- αὐδή - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- αὐδή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.