Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
παροδικότητα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
παροδικότητ
α
οι
παροδικότητ
ες
γενική
της
παροδικότητ
ας
των
παροδικοτήτ
ων
αιτιατική
την
παροδικότητ
α
τις
παροδικότητ
ες
κλητική
παροδικότητ
α
παροδικότητ
ες
Κατηγορία
όπως «
σάλπιγγα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
παροδικότητα
<
παροδικός
+
-ότητα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
παροδικότητα
θηλυκό
το να είναι
κάποιος
ή
κάτι
παροδικό(ς)
, η
ιδιότητα
του
παροδικού
Μεταφράσεις
επεξεργασία
παροδικότητα
αγγλικά
:
impermanence
(en)
γαλλικά
:
impermanence
(fr)