Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ουφάδικο τα ουφάδικα
      γενική του ουφάδικου των ουφάδικων
    αιτιατική το ουφάδικο τα ουφάδικα
     κλητική ουφάδικο ουφάδικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ουφάδικο < ούφ(ο) + -άδικο

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /uˈfa.ði.ko/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ου‐φά‐δι‐κο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ουφάδικο ουδέτερο

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • ουφάδικοΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)