ούφο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ούφο < (άμεσο δάνειο) αγγλική UFO
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈu.fo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ού‐φο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαούφο ουδέτερο άκλιτο
Παράγωγα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κυριολεκτικά
|
μεταφορικά
|