Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ουφολογικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ουφολογικ
ός
η
ουφολογικ
ή
το
ουφολογικ
ό
γενική
του
ουφολογικ
ού
της
ουφολογικ
ής
του
ουφολογικ
ού
αιτιατική
τον
ουφολογικ
ό
την
ουφολογικ
ή
το
ουφολογικ
ό
κλητική
ουφολογικ
έ
ουφολογικ
ή
ουφολογικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ουφολογικ
οί
οι
ουφολογικ
ές
τα
ουφολογικ
ά
γενική
των
ουφολογικ
ών
των
ουφολογικ
ών
των
ουφολογικ
ών
αιτιατική
τους
ουφολογικ
ούς
τις
ουφολογικ
ές
τα
ουφολογικ
ά
κλητική
ουφολογικ
οί
ουφολογικ
ές
ουφολογικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ουφολογικός
<
ουφολογ(ία)
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
ουφολογικός, -ή, -ό
σχετικός με την
ουφολογία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ουφολογικός
αγγλικά
:
ufological
(en)