↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ουφολογικός η ουφολογική το ουφολογικό
      γενική του ουφολογικού της ουφολογικής του ουφολογικού
    αιτιατική τον ουφολογικό την ουφολογική το ουφολογικό
     κλητική ουφολογικέ ουφολογική ουφολογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ουφολογικοί οι ουφολογικές τα ουφολογικά
      γενική των ουφολογικών των ουφολογικών των ουφολογικών
    αιτιατική τους ουφολογικούς τις ουφολογικές τα ουφολογικά
     κλητική ουφολογικοί ουφολογικές ουφολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ουφολογικός < ουφολογ(ία) + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

ουφολογικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία