τροφοδοτικό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τροφοδοτικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο τροφοδοτικός
Ουσιαστικό
επεξεργασίατροφοδοτικό ουδέτερο
- (γενικότερα, ηλεκτρονική) κάθε εξάρτημα συσκευής (ή μεμονωμένη συσκευή) που παρέχει ηλεκτρική ενέργεια για τη λειτουργία της
- (ειδικότερα, υλικό υπολογιστή) power supply unit, PSU: το βασικό εξάρτημα προσωπικού υπολογιστή που του παρέχει ηλεκτρική ενέργεια και ονομάζεται και κεντρικό τροφοδοτικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία τροφοδοτικό
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίατροφοδοτικό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του τροφοδοτικός