Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

power supply < → δείτε τις λέξεις power και supply

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

power supply (en)

Υπώνυμα επεξεργασία

  • Power Supply Unit (PSU)

Δείτε επίσης επεξεργασία