Αγγλικά (en) Επεξεργασία

 
Power cord

  Ετυμολογία Επεξεργασία

power cord < → δείτε τις λέξεις power και cord

  Πολυλεκτικός όρος Επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
power cord power cords

power cord (en)

  • (υλικό υπολογιστή) καλώδιο τροφοδοσίας
    ※  When installing a motherboard, turn the computer off and disconnect the power cord from the power supply. [1]
    Κατά την εγκατάσταση μιας μητρικής πλακέτας, απενεργοποιήστε τον υπολογιστή και αποσυνδέστε το καλώδιο τροφοδοσίας από το τροφοδοτικό.(Απόδοση: το Βικιλεξικό.)

Δείτε επίσης Επεξεργασία

  Αναφορές Επεξεργασία