power cord
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
power cord | power cords |
power cord (en)
- (υλικό υπολογιστή) καλώδιο τροφοδοσίας
- ※ When installing a motherboard, turn the computer off and disconnect the power cord from the power supply. [1]
- Κατά την εγκατάσταση μιας μητρικής πλακέτας, απενεργοποιήστε τον υπολογιστή και αποσυνδέστε το καλώδιο τροφοδοσίας από το τροφοδοτικό.(Απόδοση: το Βικιλεξικό.)
- ※ When installing a motherboard, turn the computer off and disconnect the power cord from the power supply. [1]
Δείτε επίσης επεξεργασία
- power cord στην αγγλική Βικιπαίδεια
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ (αγγλικά) How to install a computer motherboard. Πρόσβαση 2021-05-13.