τροφοδοσία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίατροφοδοσία θηλυκό
- η παροχή τροφίμων
- (κατ’ επέκταση) η παροχή διαφόρων υλικών σε κάποιο άτομο, επιχείρηση ή ομάδα, ο ανεφοδιασμός
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις τροφοδότης, τροφή και δίνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία τροφοδοσία