PC
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΣυντομομορφή
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
PC | PCs |
PC (en) αρκτικόλεξο
- (πληροφορική) προσωπικός ηλεκτρονικός υπολογιστής (βλ. personal computer)
- δείτε επίσης: personal computer στην αγγλική Βικιπαίδεια
- (πληροφορική) συντομογραφία του καταχωρητή program counter
Δείτε επίσης
επεξεργασία- PC (disambiguation) στην αγγλική Βικιπαίδεια