Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λεωφορειακός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
λεωφορειακ
ός
η
λεωφορειακ
ή
το
λεωφορειακ
ό
γενική
του
λεωφορειακ
ού
της
λεωφορειακ
ής
του
λεωφορειακ
ού
αιτιατική
τον
λεωφορειακ
ό
τη
λεωφορειακ
ή
το
λεωφορειακ
ό
κλητική
λεωφορειακ
έ
λεωφορειακ
ή
λεωφορειακ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
λεωφορειακ
οί
οι
λεωφορειακ
ές
τα
λεωφορειακ
ά
γενική
των
λεωφορειακ
ών
των
λεωφορειακ
ών
των
λεωφορειακ
ών
αιτιατική
τους
λεωφορειακ
ούς
τις
λεωφορειακ
ές
τα
λεωφορειακ
ά
κλητική
λεωφορειακ
οί
λεωφορειακ
ές
λεωφορειακ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
λεωφορειακός
<
λεωφορείο
+
-ακός
Επίθετο
επεξεργασία
λεωφορειακός, -ή, -ό
σχετικός με τα
λεωφορεία
οι
λεωφορειακές
γραμμές
Μεταφράσεις
επεξεργασία
λεωφορειακός
αγγλικά
:
bus
(en)
πολωνικά
:
autobusowy
(pl)