Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λεωφορειακός η λεωφορειακή το λεωφορειακό
      γενική του λεωφορειακού της λεωφορειακής του λεωφορειακού
    αιτιατική τον λεωφορειακό τη λεωφορειακή το λεωφορειακό
     κλητική λεωφορειακέ λεωφορειακή λεωφορειακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λεωφορειακοί οι λεωφορειακές τα λεωφορειακά
      γενική των λεωφορειακών των λεωφορειακών των λεωφορειακών
    αιτιατική τους λεωφορειακούς τις λεωφορειακές τα λεωφορειακά
     κλητική λεωφορειακοί λεωφορειακές λεωφορειακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

λεωφορειακός < λεωφορείο + -ακός

  Επίθετο επεξεργασία

λεωφορειακός, -ή, -ό

  1. σχετικός με τα λεωφορεία
    οι λεωφορειακές γραμμές

  Μεταφράσεις επεξεργασία