address
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
address | addresses |
address (en)
- η διεύθυνση
- ⮡ I don’t remember my address.
- Δε θυμάμαι τη διεύθυνσή μου.
- ⮡ All new letters should be directed to our new address.
- Όλα τα γράμματα πρέπει ν' απευθύνονται στη νέα μας διεύθυνση.
- ⮡ I don’t remember my address.
- (πληροφορική) διεύθυνση μνήμης
- δείτε επίσης: Memory address στην αγγλική Βικιπαίδεια
Συγγενικά
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία- (πληροφορική) address space, base address
- (δίκτυο υπολογιστών) hardware address, IP address, loopback address, MAC address, physical address
- (διαδίκτυο) e-mail address, web address
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | address |
γ΄ ενικό ενεστώτα | addresses |
αόριστος | addressed |
παθητική μετοχή | addressed |
ενεργητική μετοχή | addressing |
address (en)
- απευθύνομαι σε κάποιον
- εστιάζω θεματικά σε κάτι (πχ σε ομιλία, κείμενο, ανάλυση, αντιμετώπιση προβλήματος κτλ)