addressed
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
addressed (en)
Επεξεργασία
- ↑ «διευθυνσιοδοτημένος» από αναζήτηση « addressed» στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και την ΕΛΕΤΟ.