Ουσιαστικό

επεξεργασία

data (en)

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

data (it)



πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική data daty
γενική daty dat
δοτική dacie datom
αιτιατική datę daty
οργανική datą datami
τοπική dacie datach
κλητική dato daty

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

data (pl) θηλυκό

  1. η ημερομηνία
    brakuje daty urodzenia - λείπει η ημερομηνία γεννήσεως