ενικός         πληθυντικός  
busgirl busgirls

  Ετυμολογία

επεξεργασία
busgirl < bus + girl

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈbəs-ˈɡɝl/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

busgirl (en) (αρσενικό busboy)