ενικός         πληθυντικός  
busboy busboys

  Ετυμολογία

επεξεργασία
busboy < bus + boy

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈbəs-ˌbȯi/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

busboy (en) (θηλυκό busgirl)

  • (ΗΠΑ, επάγγελμα) βοηθός σερβιτόρος σε επιχειρήσεις εστίασης και κέντρα διασκέδασης, που έχει ως κύριο αντικείμενο εργασίας τον καθαρισμό και το στρώσιμο των τραπεζιών, το μάζεμα των χρησιμοποιημένων πιάτων και την τοποθέτηση καθαρών, το γέμισμα των ποτηριών με νερό κ.τ.π.
  • busboy - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)