busboy
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
busboy | busboys |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασία- (ΗΠΑ, επάγγελμα) βοηθός σερβιτόρος σε επιχειρήσεις εστίασης και κέντρα διασκέδασης, που έχει ως κύριο αντικείμενο εργασίας τον καθαρισμό και το στρώσιμο των τραπεζιών, το μάζεμα των χρησιμοποιημένων πιάτων και την τοποθέτηση καθαρών, το γέμισμα των ποτηριών με νερό κ.τ.π.
Πηγές
επεξεργασία- busboy - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)