Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

FDI < foreign direct investment («άμεση ξένη επένδυση»)

  Συντομομορφή επεξεργασία

FDI (en)

  • η ιδιοκτησία ή ο έλεγχος περιουσιακών στοιχείων σε αλλοδαπή χώρα

Δείτε επίσης επεξεργασία