vanilo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- vanilo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vanilo | vaniloj |
αιτιατική | vanilon | vanilojn |
vanilo (eo)
- η βανίλια
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vanilo | vaniloj |
αιτιατική | vanilon | vanilojn |
vanilo (eo)