Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βανιλίνη
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
βανιλίν
η
οι
βανιλίν
ες
γενική
της
βανιλίν
ης
των
βανιλιν
ών
αιτιατική
τη
βανιλίν
η
τις
βανιλίν
ες
κλητική
βανιλίν
η
βανιλίν
ες
Κατηγορία
όπως «
νίκη
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
βανιλίνη
<
βανίλια
Ουσιαστικό
επεξεργασία
βανιλίνη
θηλυκό
υποκατάστατο
της
βανίλιας
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βανιλίνη
γαλλικά
:
vanilline
(fr)