Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

baguette (en)

  1. μακρόστενο παραλληλόγραμμο σχήμα
  2. πολύτιμος λίθος κομμένος σ' αυτό το σχήμα
  3. η μπαγκέτα (το ψωμί)



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

baguette < ιταλική bacchetta < bacchio (μπαστούνι) < λατινική baculum

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
baguette baguettes

baguette (fr) θηλυκό

  1. το μπαστουνάκι
  2. το ραβδί
  3. η μπαγκέτα