Ουσιαστικό

επεξεργασία

baguette (en)

  1. μακρόστενο παραλληλόγραμμο σχήμα
  2. πολύτιμος λίθος κομμένος σ' αυτό το σχήμα
  3. η μπαγκέτα (το ψωμί)



  Ετυμολογία

επεξεργασία
baguette < ιταλική bacchetta < bacchio (μπαστούνι) < λατινική baculum

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
baguette baguettes

baguette (fr) θηλυκό

  1. το μπαστουνάκι
  2. το ραβδί
  3. η μπαγκέτα
  4. το ξυλάκι