παγωτατζής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπαγωτατζής αρσενικό
- (επάγγελμα) πλανόδιος πωλητής ατομικών παγωτών, παγωτό χωνάκι, παγωτό ξυλάκι, παγωτό σε κυπελλάκι κ.λ.π.
Μεταφράσεις
επεξεργασία παγωτατζής
|