Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
παγωτατζίδικο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
παγωτατζίδικ
ο
τα
παγωτατζίδικ
α
γενική
του
παγωτατζίδικ
ου
των
παγωτατζίδικ
ων
αιτιατική
το
παγωτατζίδικ
ο
τα
παγωτατζίδικ
α
κλητική
παγωτατζίδικ
ο
παγωτατζίδικ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
παγωτατζίδικο στο Παρίσι
Ετυμολογία
επεξεργασία
παγωτατζίδικο
<
παγωτατζής
+
-ίδικο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
παγωτατζίδικο
ουδέτερο
το
κατάστημα
του
παλιατζή
ή το μέρος όπου πουλιούνται
παγωτά
Μεταφράσεις
επεξεργασία
παγωτατζίδικο
γαλλικά
:
glacier
(fr)